Χαιρόταν να περπατά με τους φίλους του δίπλα στη θάλασσα, να σταματά για μια στιγμή και να σχηματίζει κυκλάκια στο νερό με πλακουτσωτές πετρούλες. Του άρεσε να εξερευνεί μονοπάτια μες τα δάση, να μουρμουρίζει σκοπούς, να τραγουδά, να ψαρεύει.
Καθώς μεγάλωνε ο μικρός Παρατηρητής μας, άρχισε να ψάχνει το νόημα της ζωής, ν’ αναρωτιέται ποιός είναι, τι είναι ζωή, αν υπάρχει Θεός και αν ναι ποιός απ’ όλους αυτούς τους θεούς που ακούγονται είναι ο αληθινός. Αναρωτιόταν για το ποιό είναι το νόημα της ζωής και τελικά ποιός είναι ο καλύτερος τρόπος να τη ζήσει. Είχε ακούσει ο σοφός Παρατηρητής μας πως η ζωή είναι μικρή και πολύτιμη για να τη χαραμίζεις! Δεν ήξερε γιατί ήταν πολύτιμη, αλλά θα το μάθαινε κι αυτό, όλα θα τα μάθαινε ο Παρατηρητής μας! Εκείνος είχε ήδη αποφασίσει, πως θα αναζητούσε και τελικά θα έβρισκε ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να ζήσει τη ζωή του.
Ξεκίνησε να ταξιδεύει, γύριζε όλο τον κόσμο και… παρατηρούσε! Παρατηρούσε τα πάντα! Τη φύση – του άρεσε πολύ η φύση- τα ζώα και τα φυτά, τους ανθρώπους, τις συνήθειες τους, τους διάφορους πολιτισμούς που υπάρχουν στον κόσμο τούτο. Διάβασε και έμαθε όλα τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά ρεύματα. Απ’ όπου περνούσε κοίταγε, άκουγε, αλλά, δεν άγγιζε! Εκείνος έψαχνε το ιδεατό, το τέλειο, όταν το έβρισκε θα το άρπαζε και θα το έκανε δικό του!
Ο Παρατηρητής μας όσο μεγάλωνε τόσο απομακρυνόταν από τους ανθρώπους ή απομακρύνονταν αυτοί από εκείνον. Θα λέγαμε ότι ήταν μοναχικός άνθρωπος. Συνήθως οι άλλοι δεν συμμερίζονταν, δεν καταλάβαιναν τις ανησυχίες του γύρω απ’ τον εαυτό του και τη ζωή. Ο Παρατηρητής μας, όσο περνούσε ο καιρός όλο και κλεινόταν στον εαυτό του, αφού κανείς δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Σκεφτόταν πως οι άλλοι χαράμιζαν τη μοναδική τους ζωή κάνοντας τελείως ανώφελα πράγματα. «Αυτοί οι άνθρωποι νομίζουν πως ζουν, η ζωή λένε πως είναι το μεγαλύτερο θαύμα και αυτό που εκείνοι ζούνε σίγουρα δε το λες θαύμα!», σκεφτόταν.
Τα χρόνια πέρασαν και ο Παρατηρητής μας είχε τόσο γεράσει που ούτε απ’ το κρεβάτι του δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ζήτησε να τον βάλουν κοντά στο παράθυρο... έτσι θα μπορούσε τουλάχιστον να χαζεύει τη φύση που τόσο αγαπούσε. Ύστερα από χρόνια αναζήτησης, σκέψης και παρατήρησης είχε πια απογοητευτεί αφού δεν είχε απαντήσει ακόμα στο μεγαλύτερο ερώτημα του, κι αυτό δεν ήταν άλλο απ’ το ποιός είναι ο καλύτερος τρόπος να ζήσεις.
Απογοητευμένος, πικραμένος και κουρασμένος όπως ήταν έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και έκλαψε... έκλαψε για πολύ ώρα… είχε καταλάβει… ψιθύρισε: «μακάρι να μπορούσα να ξαναζήσω τη ζωή μου γιατί τώρα απλώς την προσπέρασα, πέρασα όλη μου τη ζωή παρατηρώντας άλλους να ζουν και αποκτώντας αχρείαστη γνώση, ενώ η ζωή με προσπερνούσε, ή εγώ την άφηνα να περνά από δίπλα μου χωρίς να παίρνω χαμπάρι! Μακάρι να είχα ζήσει τη ζωή μου όπως- όπως, με λάθη, με δυσκολίες, με ρίσκο, με στεναχώριες, με χαρές! Μα να είχα ζήσει! Να είχα νιώσει τον έρωτα, τον πόνο, τον θυμό, την χαρά, να είχα απολαύσει και μετά να είχα πενθήσει, αυτό είναι η ζωή τελικά. Και μόνο μέσα απ’ αυτά θα κατάφερνα να τη βελτιώσω! Μα τι κουτός που ήμουν, αναφώνησε, πως ήταν δυνατό να βρω καλύτερο τρόπο για να ζήσω τη ζωή μου, απ’ την στιγμή που εγώ δεν ζούσα, απλώς παρατηρούσα την ύπαρξή μου!»
Μετά από λίγες μέρες ο Παρατηρητής μας πέθανε. Αλλά μη λυπάστε, γιατί εκείνος έστω και για λίγες μέρες ήταν ευτυχισμένος καθώς κατάλαβε πως η ζωή είναι το μεγαλύτερο θαύμα μόνο όταν την ζούμε και τον λιγοστό χρόνο που είχε, Ω! να είστε σίγουροι, τον έζησε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου